σκεπάρνι

σκεπάρνι
το
1. είδος ξυλουργικού εργαλείου: Πελέκησε τα ξύλα με το σκεπάρνι.
2. άνθρωπος ανόητος, που δεν καταλαβαίνει εύκολα: Αυτός ομαθητής είναι σκεπάρνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκεπάρνι — το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ [σκέπαρνος] κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για… …   Dictionary of Greek

  • σκεπαρνιά — η, Ν 1. κάθε χτύπημα που γίνεται με το σκεπάρνι 2. τομή πάνω σε μια επιφάνεια που γίνεται με το σκεπάρνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάρνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σκεπάρνισμα — το, Ν [σκεπαρνίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπαρνίζω, η κατεργασία, το πελέκημα τού ξύλου με σκεπάρνι 2. στον πληθ. τα σκεπαρνίσματα τα κομμάτια ξύλου που αποσπώνται κατά την κατεργασία με το σκεπάρνι …   Dictionary of Greek

  • ασκέπαρνος — ἀσκέπαρνος, ον (Α) [σκέπαρνον, ος] αυτός που δεν έχει πελεκηθεί με σκεπάρνι, ο απελέκητος …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… …   Dictionary of Greek

  • δολάβρα — η σκαπάνη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι γεωργοί και μεταλλουργοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. dolabra «σκεπάρνι, αξίνα»] …   Dictionary of Greek

  • εύξους — εὔξους, ουν, εὔξοος, οον, επικ. τ. ἐΰξοος, οον (Α) 1. ο επεξεργασμένος καλά, ο εύξεστος* 2. φρ. «σκέπαρνον ἐΰξοον» σκεπάρνι από στιλβωμένο μέταλλο 3. αυτός που στιλβώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξόος (< ξέω)] …   Dictionary of Greek

  • πελεκητρίς — ίδος, ἡ, Α 1. θηλ. τού πελεκητής* 2. φρ. «ἀξίνη πελεκητρίς» σκεπαρνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”